- συμπυνθανομαι
- συμπυνθάνομαισυμ-πυνθάνομαι(θᾰ) совместно вопрошать, вместе выведывать
συμπυθέσθαι τινί τι Eur. — вместе с кем-л. (раз)узнать что-л.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συμπυθέσθαι τινί τι Eur. — вместе с кем-л. (раз)узнать что-л.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συμπυνθάνομαι — Α [πυνθάνομαι] 1. ζητώ μαζί με άλλον πληροφορίες για κάτι 2. πληροφορούμαι κι εγώ … Dictionary of Greek
συμπυθέσθαι — συμπυνθάνομαι inquire about with aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπυνθανόμην — συμπυνθάνομαι inquire about with imperf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)